δύστανος

δύστανος
δύστᾱνος , δύστηνος
wretched
masc/fem nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δύστηνος — η, ο (Α δύστηνος, ον και δωρ. δύστανος, ον) (για πρόσ.) άθλιος, άτυχος, ταλαίπωρος αρχ. 1. (για πράξη, πάθημα, κατάσταση κ.λπ.) ελεεινός 2. (με ηθική σημασία) άθλιος, χαμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”